κοινό δίκαιο

κοινό δίκαιο
(common law). Τμήμα του αγγλοσαξονικού δικαίου, που σχηματίστηκε, αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε από τα παλαιότερα, ιδιότυπα, αγγλοσαξονικά δικαστήρια. Βασίστηκε, αρχικά, στα κοινά έθιμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας και ήταν άγραφο. Διακρίνεται από τη δικαστηριακή πρακτική της ευθυδικίας (equity), τη νομοθεσία του κοινοβουλίου (statute law), το ειδικό δίκαιο (special law), που εφαρμόζουν τα ειδικά δικαστήρια, όπως το εκκλησιαστικό, το ναυτικό κλπ., και το αστικό δίκαιο (civillaw), που στηρίζεται στο ρωμαϊκό. Γενικά κ.δ. ονομάζεται: «η περί δικαίου αντίληψη της κοινότητας, όπως αποκρυσταλλώθηκε και μορφοποιήθηκε μέσα από την παράδοση». Η ιδιομορφία αυτού του δικαίου προέρχεται από το γεγονός της πρώιμης πολιτικής ενοποίησης της Αγγλίας, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ύπαρξη, πραγματικά, ισχυρής πολιτικής εξουσίας από την εποχή της νορμανδικής κατάκτησης (1066) και η αντίστοιχη ανάπτυξη κεντρικού δικαστηριακού οργανισμού συνέβαλαν ώστε να διαμορφωθεί εκεί από πολύ νωρίς ένα κοινό σύστημα νομικών κανόνων και παραδόσεων, επάνω και πέρα από τις ιδιοτυπίες των τοπικών δικαίων που γνώρισε η ηπειρωτική Ευρώπη έως τον 19o αι. Όμως, το αγγλικό κ.δ. δεν διαμορφώθηκε με τη μορφή γραπτών κανόνων ή κωδίκων –όπως αργότερα το δίκαιο των άλλων ευρωπαϊκών κρατών– αλλά με τη μορφή περιπτωσιολογικών δικαστικών αποφάσεων, από τις οποίες οι Άγγλοι νομικοί αντλούν τους αναγκαίους κανόνες για την αντιμετώπιση νέων περιπτώσεων. Συνδυάζουν, έτσι, την παράδοση με το νεωτεριστικό πνεύμα, το νομικό προηγούμενο με την αναγκαιότητα νέων νομικών ρυθμίσεων. Το κ.δ. αποτελεί γνήσια έκφραση της νοοτροπίας, των απαιτήσεων, του πολιτισμού, και του πνεύματος των Αγγλοσαξόνων. Σε αυτό το –ιστορικό κατά την ουσία και δικαστηριακό κατά την εξωτερική εμφάνιση– δίκαιο προστίθεται το γραπτό δίκαιο που νομοθετείται στο κοινοβούλιο (statute law), του οποίου ο όγκος και η σημασία ενισχύονται φυσικά όσο πιο επιτακτικές γίνονται οι ανάγκες πολύπλοκων και γοργών νομικών ρυθμίσεων σε μεγάλους τομείς της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Το κ.δ. παραμένει το μεγάλο απόθεμα συστηματικών εννοιών και αρχών, προς τις οποίες τείνει να προσαρμοστεί το γραπτό δίκαιο, ακόμα και όταν χαράζει νέες λύσεις, σύμφωνα με τις νέες συνθήκες της κοινωνικής ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… …   Dictionary of Greek

  • κοινόδικος — κοινόδικος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους 2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δικος (< δίκη), πρβλ. έν δικος, εξώ δικος] …   Dictionary of Greek

  • προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”